- ορχήστρα
- η оркестр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀρχήστρα — ὀρχήστρᾱ , ὀρχήστρα orchestra fem nom/voc/acc dual ὀρχήστρᾱ , ὀρχήστρα orchestra fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχήστρᾳ — ὀρχήστρᾱͅ , ὀρχήστρα orchestra fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — η 1. ομάδα από οργανοπαίχτες για τη μουσική εκτέλεση έργων: Συμφωνική Ορχήστρα. 2. ο τόπος μπροστά από τη σκηνή του θεάτρου όπου βρίσκονται τα μέλη της ορχήστρας. 3. στους αρχαίους Έλληνες, ο χώρος μπροστά στη σκηνή όπου παρουσιαζόταν ο χορός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών — (ΚΟΑ). Μουσικό σύνολο που εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1893. Η αρχική ονομασία της ΚΟΑ ήταν Μαθητική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και είχε ιδρυθεί από τον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γ.Ν. Ζάζο. Το 1911 η ορχήστρα μετονομάστηκε σε Συμφωνική… … Dictionary of Greek
ὀρχήστρας — ὀρχήστρᾱς , ὀρχήστρα orchestra fem acc pl ὀρχήστρᾱς , ὀρχήστρα orchestra fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχήστραν — ὀρχήστρᾱν , ὀρχήστρα orchestra fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχῆστραι — ὀρχήστρα orchestra fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχήστραις — ὀρχήστρα orchestra fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρήστου, Γιάννης — (Ηλιούπολη, Κάιρο 1926 – Αθήνα 1970). Έλληνας συνθέτης. Από το 1945 πηγαίνει στην Αγγλία όπου σπουδάζει φιλοσοφία με τον Βιτγκενστάιν στο King’s College του Καίμπριτζ, και μουσική με τον Ρέντλιχ (μαθητή και μελετητή του Άλμπαν Μπεργκ στο… … Dictionary of Greek
Μίλερ, Γκλεν — (Glenn Miller, Κλαρίντα, Αϊόβα 1904 – 1944). Αμερικανός συνθέτης, τρομπονίστας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο άρχισε να αναπτύσσει έντονο ενδιαφέρον για τη μουσική και έπαιζε παράλληλα με το συγκρότημα του Μπόιντ … Dictionary of Greek